- σμηματοφορεῖον
- σμημᾰτο-φορεῖον, τό, = foreg., Ar.Fr. 17, IG22.1485.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμηματοφορεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηματοφορείον — τὸ, Α σμηματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + φορεῖον (< φόρος), πρβλ. οινο φορείον] … Dictionary of Greek